- οδόντωμα
- τό1) зубец; 2) тех шип
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οδόντωμα — το 1. το τμήμα που προεξέχει στο άκρο ξύλινων, μαρμάρινων ή μεταλλικών εξαρτημάτων και χρησιμεύει στη συνένωσή τους με άλλα όμοια, με εναλλασσόμενη προσαρμογή τών εσοχών τού ενός στις εξοχές τού άλλου 2. η οδόντωση τού οδοντωτού τροχού 3. το… … Dictionary of Greek
οδόντωμα — το, ατος 1. το δόντι οδοντωτού τροχού. 2. εσοχή και εξοχή δύο πραγμάτων (από μάρμαρο, ξύλο, σίδερο) που συνδέονται. 3. μικρός όγκος στα ούλα κατά την πρώτη εμφάνιση των δοντιών ή παθολογικός όγκος των ούλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κτηδόνα — η (Α κτηδών, όνος) 1. καθεμιά από τις ίνες τού ξύλου 2. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους τής τομής κορμού δένδρου νεοελλ. μεταλλικός οδοντωτός δίσκος που στρέφεται γύρω από άξονα, καθώς και το σύνολο τών οδοντωτών προεξοχών τής περιφέρειάς… … Dictionary of Greek
έμβολο — το 1. καθετί που μπορεί να μπει μέσα σε άλλο πράγμα, πάσσαλος, σφήνα. 2. εμβολέας (βλ. λ.), έμβολο πυροβόλου. 3. (για πολεμικά πλοία), η αιχμηρή προεξοχή της πλώρης για το τρύπημα του εχθρικού πλοίου. 4. (μηχ.), κυλινδρικό στοιχείο μηχανής ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)